-
1 ἄκεσμα
ἄκεσμα, τό, Heilmittel; Hom. einmal, Iliad. 15, 394 ὲπὶ δ' ἕλκεϊ λυγρῷ φάρμακ' ἀκέσματ' ἔπασσε μελαινάων ὀδυνάων, vl. ἀκήματ'; Scholl. Didym. ἔν τισιν ἀκέσματ'· οὕτως δὲ καὶ Ἀρίσταρχος; Herodian. τὸ πλῆρες φάρμακα, εἶτα ἀκήματα· παρὰ γὰρ, ο ἀκέσασϑαι τὸ ἀκήματα ἐσχημάτισται; Apoll. lex. Hom. 18, 24 ἀκήματα; – νόσων, für Krankheiten, Pind. P 5. 64; Aesch. Prom. 480; der sing. bei Suidas.
См. также в других словарях:
άκεσμα — ἄκεσμα ( ατος), το (Α) [ἀκέομαι] 1. θεραπευτικό μέσο, γιατρικό «ἐπὶ δ ἕλκεϊ λυγρῷ φάρμακ ἀκέσματ ἔπασσε μελαινάων ὀδυνάων» (Όμ. Ο 394) 2. θεραπεία, γιατριά (Πίνδ. Πυθ. 5, 86 Αισχ. Προμ. 482) … Dictionary of Greek